ξυλογλυφία

ξυλογλυφία
η
βλ. ξυλογλυπτική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξυλογλυφία — η ξυλογλυπτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλογλύφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Χρ. Τσούντα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”